- μεταβιάζομαι
- μεταβιάζομαι (Α)μεταβάλλω κάτι με τη βία, παραβιάζω τη φυσική τάξη («μετεβιάσαντο τὴν παίδων φύσιν», Αρετ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεταβιάζεται — μεταβιάζομαι do violence to pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)